τριχοτόμηση

τριχοτόμηση
[-ις (-εως)] η разделение на три равные части

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τριχοτόμηση" в других словарях:

  • τριχοτόμηση — η, Ν [τριχοτομώ (Ι)] 1. διαίρεση σε τρία ίσα μέρη 2. φρ. «τριχοτόμηση γωνίας» μαθημ. η διαίρεση γωνίας σε τρία ίσα μέρη με τη βοήθεια τού κανόνα και τού διαβήτη, πρόβλημα που, όπως διατυπώνεται, είναι άλυτο …   Dictionary of Greek

  • τριχοτόμηση — η η διαίρεση σε τρία ίσα μέρη, η τριχοτομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριχοτόμηση γωνίας — Η διαίρεση μιας γωνίας σε άλλες ίσες γωνίες. Από πρακτική πλευρά, μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρόβλημα λύνεται εύκολα με μια ανεκτή προσέγγιση, αν χρησιμοποιηθούν τα κατάλληλα όργανα (γωνιόμετρο, διαβήτης, κανόνας κλπ.). Όταν όμως αναζητήθηκε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • κάνονας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… …   Dictionary of Greek

  • πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • τριχαστός — ή, όν, Α αυτός που επιδέχεται τριχοτόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *τριχάζω «τριχοτομώ»] …   Dictionary of Greek

  • τριχοτομία — η, Ν [τριχοτομώ (Ι)] τριχοτόμηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»